ἀλλοδοξῶ

ἀλλοδοξῶ
ἀλλοδοξέω
mistake one thing for another
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἀλλοδοξέω
mistake one thing for another
pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλλοδοξώ — (Α ἀλλοδοξῶ, έω) [ἀλλόδοξος] νεοελλ. ανήκω σε άλλο θρησκευτικό δόγμα, είμαι αλλόδοξος αρχ. νομίζω κάτι διαφορετικό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα, έχω σφαλερή αντίληψη για κάτι …   Dictionary of Greek

  • αλλόδοξος — η, ο (Α ἀλλόδοξος, ον) νεοελλ. 1. οπαδός άλλης θρησκείας, αλλόθρησκος 2. οπαδός άλλου θρησκευτικού δόγματος, ετερόδοξος αρχ. 1. αυτός που έχει διαφορετική ή σφαλερή αντίληψη για κάτι 2. οπαδός άλλης σχολής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + δοξος < δόξα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”